Κρύφτηκες μέσα στις καταφάσεις των πολλών, σπηλιά φιλόξενη τις πέρασες, κυματοθραύστη τής ευθύνης.
Στοιχήθηκες πίσω από πιόνια που καμώνονταν τους βασιλιάδες, λιμάνια απάνεμα τα λογάριασες, δίχως ν' αναρωτηθείς για την αδαμιαία τους περιβολή.
Γονάτισες μπροστά σε νάνους, μπέρδεψες τα ξυλοπόδαρά τους για ανάστημα.
Σύρθηκες ανάμεσα στις κολακείες, στα βραβεία, στις θέσεις και στα λόγια που αρμάτωναν την απάτη, κι όταν κίνησες να σηκωθείς, μουδιασμένη η ψυχή για ν' αντέξει το βάρος τής λευτεριάς.
Περιπλανήθηκες ανεμίζοντας σημαίες άλλων, φιλοδοξούσες υπνωτίζοντας τις ενοχές, έλπιζες με δοτά δεκανίκια, νίκησες με αλλότριες ανάγκες κι έχασες γιατί δεν αναζήτησες αυτές που σου ανήκαν.
Και τώρα που τα όνειρα μετανάστευσαν και η αλήθεια φόρτωσε τα μπαγκάζια της στην πλάτη σου, το ξέρω, σε βλέπω, φοβάσαι...
Σφίξε το χέρι που σου δίνω, δεν ήρθα για να σε κρίνω.
Ομοια με σένα ξεστράτισα, δίπλα σου κι όχι στους ουρανούς γυρεύω τη συγχώρεση.
Τρομάζεις με τη φορά που 'χει πάρει η Ιστορία, δεν την επιδίωξες, συνήθισες στο σκοτάδι και σε πονάει το φως.
Δεν είσαι όμως μόνος, μαζί σου αιωρούνται χιλιάδες, εκατομμύρια ψυχές.
Από ψηλά κοιτούν τα "ναι" που άφησαν στη Γη να μαραζώσουν, απότιστα απ' των ανθρώπων τις βουλές κι απ' των γενιών τις αγωνίες.
Τ' αντάλλαξαν με τρία άλλα γράμματα για να σωθούν, αυτά που σχηματίζουν μια λέξη που δεν χρειάζεται να σου την πω. Αυτή σε μεγάλωσε και σε 'κανε τρανό, μ' αυτή γυρνάς όταν σε φωνάζουν σε ξένη γλώσσα, αυτή και τώρα θα σε λυτρώσει.
Δεν σου μιλώ για να σε δικάσω, δεν κατέχω το μέλλον, δεν βαστάζω τη ζυγαριά, ζύγι είμαι κι εγώ, μα ένα πράγμα μόνο σου ζητώ, μαζί να δώσουμε τον όρκο στ' αγέννητα παιδιά: πως κι αν εμείς πέσουμε, αυτά θ' αναστηθούν...
Στοιχήθηκες πίσω από πιόνια που καμώνονταν τους βασιλιάδες, λιμάνια απάνεμα τα λογάριασες, δίχως ν' αναρωτηθείς για την αδαμιαία τους περιβολή.
Γονάτισες μπροστά σε νάνους, μπέρδεψες τα ξυλοπόδαρά τους για ανάστημα.
Σύρθηκες ανάμεσα στις κολακείες, στα βραβεία, στις θέσεις και στα λόγια που αρμάτωναν την απάτη, κι όταν κίνησες να σηκωθείς, μουδιασμένη η ψυχή για ν' αντέξει το βάρος τής λευτεριάς.
Περιπλανήθηκες ανεμίζοντας σημαίες άλλων, φιλοδοξούσες υπνωτίζοντας τις ενοχές, έλπιζες με δοτά δεκανίκια, νίκησες με αλλότριες ανάγκες κι έχασες γιατί δεν αναζήτησες αυτές που σου ανήκαν.
Και τώρα που τα όνειρα μετανάστευσαν και η αλήθεια φόρτωσε τα μπαγκάζια της στην πλάτη σου, το ξέρω, σε βλέπω, φοβάσαι...
Σφίξε το χέρι που σου δίνω, δεν ήρθα για να σε κρίνω.
Ομοια με σένα ξεστράτισα, δίπλα σου κι όχι στους ουρανούς γυρεύω τη συγχώρεση.
Τρομάζεις με τη φορά που 'χει πάρει η Ιστορία, δεν την επιδίωξες, συνήθισες στο σκοτάδι και σε πονάει το φως.
Δεν είσαι όμως μόνος, μαζί σου αιωρούνται χιλιάδες, εκατομμύρια ψυχές.
Από ψηλά κοιτούν τα "ναι" που άφησαν στη Γη να μαραζώσουν, απότιστα απ' των ανθρώπων τις βουλές κι απ' των γενιών τις αγωνίες.
Τ' αντάλλαξαν με τρία άλλα γράμματα για να σωθούν, αυτά που σχηματίζουν μια λέξη που δεν χρειάζεται να σου την πω. Αυτή σε μεγάλωσε και σε 'κανε τρανό, μ' αυτή γυρνάς όταν σε φωνάζουν σε ξένη γλώσσα, αυτή και τώρα θα σε λυτρώσει.
Δεν σου μιλώ για να σε δικάσω, δεν κατέχω το μέλλον, δεν βαστάζω τη ζυγαριά, ζύγι είμαι κι εγώ, μα ένα πράγμα μόνο σου ζητώ, μαζί να δώσουμε τον όρκο στ' αγέννητα παιδιά: πως κι αν εμείς πέσουμε, αυτά θ' αναστηθούν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου