Ο κύριος Χ σηκώθηκε από το κρεβάτι του ευτυχισμένος. Μέσα στον ύπνο του πήρε την καλύτερη από όλες τις αποφάσεις του μέχρι εκείνη την ώρα: θα γινόταν, επιτέλους, διαχειρίσιμος! Από εδώ και πέρα θα θεωρούσε δεδομένα όλα όσα του υποδεικνύονταν, σαν να ήταν γραμμένα σε άσβεστη πλάκα. Θα ξεκαρδιζόταν με άνοστα αστεία αρκεί να εκστομίζονταν από κάποιον σπουδαιοφανή, θα ψέλλιζε "ναι" εκεί που μέχρι χθες βροντοφώναζε "όχι" εφόσον αυτό του υπαγορευόταν από τους προϊσταμένους του, θα συναγελαζόταν τους "σωστούς" ανθρώπους, αυτούς που θα μπορούσαν να του εξασφαλίσουν καλύτερα λεφτά και μεγαλύτερα αξιώματα. Θα ανεχόταν τη χυδαία αισθητική τους, τη μετριότητα των ταλέντων τους, την ανικανότητα των συναισθημάτων τους και την αδυναμία τους να μην αντιστέκονται ούτε στην αυτοταπείνωσή τους. Μόνο και μόνο για να μην νιώθει μόνος θα καταδεχόταν τη συντροφιά τού κλωνοποιημένου όχλου...
Ο κύριος Χ χτένισε τα μαλλιά του στο στιλ τού πιο μοδάτου κοσμοειδώλου, ντύθηκε στα χρώματα και στα σχέδια που απέρριπταν τη διαφορετικότητα, καθάρισε την ψυχή του από το αμάρτημα της αμφισβήτησης των πάντων, κλείδωσε στη ντουλάπα τις ενοχές και τις τύψεις- απομεινάρια ενός αποτυχημένου πρότερου έντιμου βίου- και βγήκε από το σπίτι του με άλλον αέρα. Σήμερα θα ήταν, επιτέλους, η ημέρα για την οποία τόσο διψούσε εδώ και καιρό: θα γινόταν- τι άδολη χαρά!- ίδιος κι απαράλλαχτος με όλους τους άλλους γύρω του: θα σώπαινε εκεί που άλλοτε διαμαρτυρόταν, θα έσφιγγε το χέρι ανθρώπων τούς οποίους κάποτε περιφρονούσε, θα αντάλλασσε λόγια συμπάθειας με αυτούς που μια φορά κι έναν καιρό θα σιχαινόταν ακόμα και να βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο μαζί τους, θα στρογγύλευε τις λέξεις όπου στο παρελθόν τις απελευθέρωνε αλογόκριτες. Δεν θα είχε τίποτα πλέον να φοβηθεί γιατί δεν θα ξεχώριζε σαν τη μύγα μες το γάλα ώστε να είναι εύκολο για κάποιον να τον αδειάσει στο νεροχύτη με το κουτάλι...
Ο κύριος Χ μιμήθηκε τις συνήθειες των διαβατών που συνάντησε στο δρόμο του και των συνεπιβατών του στο μετρό. Δεν έκανε τίποτα που να τον ξεχώριζε από αυτούς μέχρι που έφτασε στη δουλειά του και κάθισε στο γραφείο του. Εκεί βρήκε άλλους ανθρώπους να πιθηκίσει, να αντιγράψει τα ελαττώματά τους και να εξευτελίσει τα προτερήματά τους. Θα ήταν, πλέον, φρόνιμος και συνετός, διπλωμάτης και καταφερτζής. Οι ώρες τής εργασίας θα περνούσαν δίχως να ακούσει κανείς κάποιο παράπονο από τον ίδιο. Κι αλυσίδες να του περνούσαν στα πόδια εκείνος δεν θα διαμαρτυρόταν. Θα τις αποδεχόταν με χαμόγελο και θα ζητούσε να του περάσουν και στα χέρια, να τον κρεμάσουν ανάποδα και να του κάνουν και λοβοτομή αν χρειαζόταν, φτάνει να μην διακρίνει κανείς κάτι ξεχωριστό πάνω του...
Όταν θα έπαιρνε το δρόμο τής επιστροφής για το διαμέρισμά του θα σταματούσε για ένα ποτό με φίλους που τους αισθανόταν περισσότερο γνωστούς κι ερωμένες που θα μπορούσε να ζήσει άνετα και δίχως αυτές. Κι όταν θα ξάπλωνε για να αποκοιμηθεί, ανασκοπώντας αυτή την υπέρλαμπρη ημέρα που έγινε σαν όλους τους άλλους, ο κύριος Χ δεν θα φοβόταν πια ούτε αυτόν που φοβόταν πιο πολύ από οτιδήποτε στον κόσμο, τον θάνατο. Αυτός έτσι κι αλλιώς θα τον έβρισκε ήδη νεκρό να ονειρεύεται μια ζωή βγαλμένη από χαλασμένο φωτοτυπικό μηχάνημα ...
Ο κύριος Χ χτένισε τα μαλλιά του στο στιλ τού πιο μοδάτου κοσμοειδώλου, ντύθηκε στα χρώματα και στα σχέδια που απέρριπταν τη διαφορετικότητα, καθάρισε την ψυχή του από το αμάρτημα της αμφισβήτησης των πάντων, κλείδωσε στη ντουλάπα τις ενοχές και τις τύψεις- απομεινάρια ενός αποτυχημένου πρότερου έντιμου βίου- και βγήκε από το σπίτι του με άλλον αέρα. Σήμερα θα ήταν, επιτέλους, η ημέρα για την οποία τόσο διψούσε εδώ και καιρό: θα γινόταν- τι άδολη χαρά!- ίδιος κι απαράλλαχτος με όλους τους άλλους γύρω του: θα σώπαινε εκεί που άλλοτε διαμαρτυρόταν, θα έσφιγγε το χέρι ανθρώπων τούς οποίους κάποτε περιφρονούσε, θα αντάλλασσε λόγια συμπάθειας με αυτούς που μια φορά κι έναν καιρό θα σιχαινόταν ακόμα και να βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο μαζί τους, θα στρογγύλευε τις λέξεις όπου στο παρελθόν τις απελευθέρωνε αλογόκριτες. Δεν θα είχε τίποτα πλέον να φοβηθεί γιατί δεν θα ξεχώριζε σαν τη μύγα μες το γάλα ώστε να είναι εύκολο για κάποιον να τον αδειάσει στο νεροχύτη με το κουτάλι...
Ο κύριος Χ μιμήθηκε τις συνήθειες των διαβατών που συνάντησε στο δρόμο του και των συνεπιβατών του στο μετρό. Δεν έκανε τίποτα που να τον ξεχώριζε από αυτούς μέχρι που έφτασε στη δουλειά του και κάθισε στο γραφείο του. Εκεί βρήκε άλλους ανθρώπους να πιθηκίσει, να αντιγράψει τα ελαττώματά τους και να εξευτελίσει τα προτερήματά τους. Θα ήταν, πλέον, φρόνιμος και συνετός, διπλωμάτης και καταφερτζής. Οι ώρες τής εργασίας θα περνούσαν δίχως να ακούσει κανείς κάποιο παράπονο από τον ίδιο. Κι αλυσίδες να του περνούσαν στα πόδια εκείνος δεν θα διαμαρτυρόταν. Θα τις αποδεχόταν με χαμόγελο και θα ζητούσε να του περάσουν και στα χέρια, να τον κρεμάσουν ανάποδα και να του κάνουν και λοβοτομή αν χρειαζόταν, φτάνει να μην διακρίνει κανείς κάτι ξεχωριστό πάνω του...
Όταν θα έπαιρνε το δρόμο τής επιστροφής για το διαμέρισμά του θα σταματούσε για ένα ποτό με φίλους που τους αισθανόταν περισσότερο γνωστούς κι ερωμένες που θα μπορούσε να ζήσει άνετα και δίχως αυτές. Κι όταν θα ξάπλωνε για να αποκοιμηθεί, ανασκοπώντας αυτή την υπέρλαμπρη ημέρα που έγινε σαν όλους τους άλλους, ο κύριος Χ δεν θα φοβόταν πια ούτε αυτόν που φοβόταν πιο πολύ από οτιδήποτε στον κόσμο, τον θάνατο. Αυτός έτσι κι αλλιώς θα τον έβρισκε ήδη νεκρό να ονειρεύεται μια ζωή βγαλμένη από χαλασμένο φωτοτυπικό μηχάνημα ...
1 σχόλιο:
πάει το μυαλό μου κάπου αλλά δεν είμαι σίγουρος...
πάντως για καλό και για κακό το αναδημοσίευσα, στο fb και σε ευχαριστώ πολύ.
than
Δημοσίευση σχολίου