Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Πάνε τέσσερα χρόνια από τότε που δεν έφυγες ποτέ...

Στο πρώτο γλυκοχάραμα ταξίδεψες να βρεις αυτό που σου στερήθηκε.

Στο κλέψαν μες απ’ τα χέρια γιατί πολύ το ζήλεψαν, πολλοί το φθόνησαν το άδολο το φως τού πρωινού.

Αυτό που ατίθασα σκορπά τη χλεύη του για ό, τι σκοτεινιάζει τις κόρες των ματιών.

Φτερούγισες πάνω απ’ την θολή αναλαμπή των γεγονότων, άπλωσες την ατελεύτητη καρδιά σου για να σκεπάσεις το δάκρυ των θνητών και τη ντροπή των αθανάτων.

Χαϊδεύεις γλυκά με τις στάλες τής βροχής τους καρπούς που δεν σ’ άφησαν να θερίσεις.

Κι εκείνοι στη μνήμη τής τρυφερότητας υπόσχεση σου δίνουν πως ό, τι έσπειρες ανέγγιχτο θα μείνει απ’ την θύελλα.

Χαμογελάς κι ο ήλιος βρίσκει τον άξιο διάδοχό του.

Οι ακτίνες του λιώνουν την απελπισία για να φυτρώσει η γλυκιά ανάμνηση.

Το σπουργίτι δεν αντέχει την ανελέητη βαρυχειμωνιά τής απώλειας.

Γι’ αυτό και χτίζει παντού φωλιές, για να εγκλωβίσει την παρουσία.

Η άνοιξη σ’ αποχαιρέτησε θλιμμένη για τις τύψεις με τις οποίες φόρτωσε τα μελλοντικά καλοκαίρια.

Σου ‘κλεισε τα μάτια για να μη δεις τις βουκαμβίλιες να κοκκινίζουν από θυμό και τις γαρυφαλλιές να μαραίνονται απ' την αδικία.

Σ’ αποχαιρέτησαν τα χρώματα, τ' αρώματα, τα βλέμματα, μ’ αντίο δεν σου είπαν.

Δεν γυρίζεις εκεί απ’ όπου δεν ξεστράτισες ποτέ.

Δεν λησμονείς ό, τι θωρεί για πάντα η ψυχή σου.

Μόνο το σώμα σου αρπάξαν τα θηρία, μονάχα αυτό μπορούσαν.

Αδύναμα να ξετρυπώσουν την Αγάπη απ' το καταφύγιο της θύμησης.

Ανίκανα να μυρίσουν την αναπνοή της μες την αποφορά τού τετριμμένου.

Πώς να επιστρέψεις όταν δεν έφυγες ποτέ;

Πώς να ξεχάσεις με τόσα όνειρα ζωντανά για συντροφιά;

Πώς να μισήσεις τον θάνατο όταν γονυπετής σ’ εκλιπαρεί γι' άφεση αμαρτιών;

Πώς να καταδικάσεις τους θεούς γιατί λάτρεψαν ό, τι έχτισαν τα συναισθήματα;

Μάνα, πατέρας, κόρη, γιος σ’ ένα τετράγωνο που δεν υπόκυψε στο κάλεσμα του τριγώνου.

Όσα οι κροίσοι αποζητούν στην ύλη, οι άπληστοι για ευτυχία θα τα 'διναν για ένα σου άγγιγμα, ένα φιλί.

Χωρίς παράπονο, δίχως ικεσία.

Μ’ απαίτηση μονάχα για δικαιοσύνη, έστω την ύστατη στιγμή. Μ’ αντίο δεν σου λένε.

Αντίο λένε μόνο τα χείλη των ασεβών.

Αυτών που δεν δροσίστηκαν ποτέ απ’ τα πάθη των ανθρώπων.

Όσοι γνωρίζουν το αιώνιο μυστικό δεν θρηνούν, μα περιμένουν.

Την ολόφωτη ημέρα που πνεύμα και κορμί ξανανταμώνουν σε μια μέθεξη πανηγυρική, σε μια σκηνή χωρίς επίγειους και ουράνιους κομπάρσους.

Ξανά μαζί αγκαλιασμένα, για να γιορτάσουν αυτό που ούτε ο χρόνος έχει τη δύναμη ν’ αφανίσει.

Την Αγάπη, τη με αρχή, μέση, αλλά δίχως τέλος αιώνια Αγάπη... 
 

1 σχόλιο:

εφη βητα είπε...

ΜΑΚΑΡΙ ΚΑΘΕ ΜΑΝΑ ΝΑ ΕΙΧΕ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΣΕΙ ΠΑΙΔΙΑ ΣΑΝ ΚΑΙ ΣΕΝΑ. ΕΙΣΑΙ Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΗΣ.