Ξημερώνει κι ο κυνηγός φαίνεται σίγουρος για τον εαυτό του. Οπου κι αν πάει, ό,τι κι αν κάνει αυτός θα είναι ο θύτης κι όχι το θήραμα. Με μια πιστολιά θα τιμήσει τον θάνατο και θ' ατιμάσει τη ζωή. Λίγο μπαρούτι αρκεί, πιστεύει, για να γίνει ο βασιλιάς τού δάσους, ο αδιαφιλονίκητος τιμωρός τής ύπαρξης, ο γητευτής τής φθοράς, ο φονέας τής Αγάπης...
Την ώρα, όμως, που το Πουλί ετοιμάζεται ν' αποχωριστεί τη φύση του και να πατήσει λαβωμένο τη γη, ένα στερνό τραγούδι βγαίνει απ' την ψυχή του κι απευθύνεται στο διώκτη του με οίκτο κι όχι με οργή: "Θα μ'έχεις νικήσει μόνο αν ξεχαστώ. Αν, όμως, με θυμούνται για πάντα, ο χαμένος θα 'χει τη μορφή σου κι ο νικητής τη δική μου"...
Μια χαραμάδα ανοίγει τότε στον ουρανό και το κενό ουρλιάζει ταπεινωμένο, μήπως και εισακουστεί, με μια φωνή που προδίδει ήττα κι όχι την αλήθεια: "Οι νεκροί δεν ανασταίνονται"...
Μα η απάντηση που παίρνει από τα άλλα πουλιά τού δάσους είναι βαθιά ριζωμένη στο χώμα, στον άνεμο, σ'οτιδήποτε αρνείται να υπακούσει μόνο σε ό,τι βλέπει, κι ο σπόρος της είναι αδύνατο να ξηλωθεί: "Οι ζωντανοί δε χρειάζεται ν' αναστηθούν γιατί δεν πεθαίνουν. Μιλούν, γελούν, κλαίνε, κι αν ακόμα δεν έχουν πλέον σώμα για να το αποδείξουν, υπάρχουν πάντοτε εκεί έξω καρδιές για να το αισθανθούν. Νεκρός δε γίνεσαι ποτέ όσο βρίσκονται άνθρωποι που σε συντροφεύουν στη σιωπή"...
Ποιός θάνατος θα τολμήσει ποτέ ν΄αγγίξει ό,τι έχει ακουμπήσει η Αγάπη; Είναι ανήμπορος μπροστά της, τρέχει μάταια για να κρυφτεί απ' το πέρασμά της. Εχει καταλάβει πια κι εκείνος ότι στο τέλος δεν είναι ο κυνηγός που θριαμβεύει, αλλά το Πουλί που είναι αδύνατο να λησμονηθεί...
Την ώρα, όμως, που το Πουλί ετοιμάζεται ν' αποχωριστεί τη φύση του και να πατήσει λαβωμένο τη γη, ένα στερνό τραγούδι βγαίνει απ' την ψυχή του κι απευθύνεται στο διώκτη του με οίκτο κι όχι με οργή: "Θα μ'έχεις νικήσει μόνο αν ξεχαστώ. Αν, όμως, με θυμούνται για πάντα, ο χαμένος θα 'χει τη μορφή σου κι ο νικητής τη δική μου"...
Μια χαραμάδα ανοίγει τότε στον ουρανό και το κενό ουρλιάζει ταπεινωμένο, μήπως και εισακουστεί, με μια φωνή που προδίδει ήττα κι όχι την αλήθεια: "Οι νεκροί δεν ανασταίνονται"...
Μα η απάντηση που παίρνει από τα άλλα πουλιά τού δάσους είναι βαθιά ριζωμένη στο χώμα, στον άνεμο, σ'οτιδήποτε αρνείται να υπακούσει μόνο σε ό,τι βλέπει, κι ο σπόρος της είναι αδύνατο να ξηλωθεί: "Οι ζωντανοί δε χρειάζεται ν' αναστηθούν γιατί δεν πεθαίνουν. Μιλούν, γελούν, κλαίνε, κι αν ακόμα δεν έχουν πλέον σώμα για να το αποδείξουν, υπάρχουν πάντοτε εκεί έξω καρδιές για να το αισθανθούν. Νεκρός δε γίνεσαι ποτέ όσο βρίσκονται άνθρωποι που σε συντροφεύουν στη σιωπή"...
Ποιός θάνατος θα τολμήσει ποτέ ν΄αγγίξει ό,τι έχει ακουμπήσει η Αγάπη; Είναι ανήμπορος μπροστά της, τρέχει μάταια για να κρυφτεί απ' το πέρασμά της. Εχει καταλάβει πια κι εκείνος ότι στο τέλος δεν είναι ο κυνηγός που θριαμβεύει, αλλά το Πουλί που είναι αδύνατο να λησμονηθεί...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου